«Στη σύγχρονη πολιτική, ως τέως πρωθυπουργός και με δεδομένες τις συνθήκες παραίτησής μου, δεν είναι πραγματικά εφικτό να είμαι σωστός βουλευτής των πίσω εδράνων».
Αυτό δήλωσε αργά χθες το απόγευμα ο Βρετανός τέως πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον ανακοινώνοντας την παραίτησή του από βουλευτής.
Αιτιολόγησε την επιλογή του λέγοντας πως οποιαδήποτε διαφωνία με την κυβέρνηση από εδώ και πέρα θα της δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα.
Δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει ότι στηρίζει την Τερέζα Μέι, για την οποία όπως είπε «έκανε ένα πολύ καλό ξεκίνημα», τονίζοντας παράλληλα ότι «μπορεί να γίνει μια πολύ καλή πρωθυπουργός». Επισήμανε δε ότι ήταν μια απόφαση που τη σκεφτόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Η αλήθεια είναι πως ο Ντέιβιντ Κάμερον διαφωνεί τόσο με το Brexit όσο και με τις μεταρρυθμίσεις για την Παιδεία που προωθεί η αντικαταστάτριά του.
Αλλαγές που ο ίδιος ως πρωθυπουργός είχε απορρίψει. Γι’ αυτό οι κακές γλώσσες, εδώ στη Βρετανία, λένε ότι η παραίτησή του οφείλεται «στα νέα μέτρα που θέλει να πάρει η Μέι για το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας».
Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τη δήλωση που έκανε μετά την αποχώρησή του από το κατώφλι της Ντάουνινγκ Στριτ, πριν από δύο μήνες, πως «θα παραμείνω βουλευτής μέχρι τις επόμενες εκλογές».
Οι υποστηρικτές του πάντως λένε πως παραιτήθηκε γιατί δεν θέλει να δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα στην Τερέζα Μέι καθώς επιθυμία του είναι να την αφήσει αναπόσπαστη να εφαρμόσει την πολιτική της. Επίσης τονίζουν πως έτσι ξεκαθαρίζει προς όλες τις κατευθύνσεις ότι «η παρούσα κυβέρνηση είναι μια εντελώς άλλη κυβέρνηση των Τόρις».
Αλλα «καχύποπτα σενάρια» λένε ότι ο τέως πρωθυπουργός έχει ήδη βρει καλή δουλειά στον ιδιωτικό τομέα και η επιλογή της παραίτησής του ήταν μονόδρομος.
Αλλωστε ο Κάμερον που είναι μόλις 49 ετών, είχε εργαστεί στην Carlton Communications ως διευθυντής για περίπου επτά χρόνια. Η απόφασή του δρομολογεί ενδιάμεσες εκλογές στην εκλογική του περιφέρεια, την πόλη Ουίτνεϊ του Οξφορντσάιρ.
Ο Ντέιβιντ Κάμερον εκλέγεται βουλευτής στο Ουίτνεϊ από το 2001. Εγινε αρχηγός των Συντηρητικών το 2005 και πρωθυπουργός της χώρας για πρώτη φορά το 2010.
Τότε χρειάστηκε τη συμμετοχή των Φιλελεύθερων Δημοκρατών για να κυβερνήσει. Στις εκλογές όμως του 2015 όχι μόνο κατάφερε να ξανακερδίσει αλλά και να αυξήσει τους βουλευτές του Συντηρητικού Κόμματος.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Για κάποιους θα μείνει στην Ιστορία ως ο πρωθυπουργός που έβγαλε τη χώρα του από την Ε.Ε.
Ο ίδιος όπως έχει δηλώσει θέλει να τον θυμούνται για την οικονομική σταθερότητα που κατάφερε να επιβάλει σε μια εποχή παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και τις κοινωνικές του μεταρρυθμίσεις.